- Γκάνα
- Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα
Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή
Έκταση: 238.538 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002)
Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ με την Μπουρκίνα Φάσο και Α με το Τόγκο, ενώ βρέχεται στα Ν από τον Κόλπο της Γουινέας.Η Γ. δεν διαθέτει φυσικά σύνορα, εκτός από τα σύντομα τμήματα που χαράζονται από τους ποταμούς Μαύρο Βόλτα στα δυτικά και Ότι στα ανατολικά· τα υπόλοιπα σύνορα είναι αποτέλεσμα των συνθηκών που συνομολογήθηκαν κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία, στη Γαλλία και στη Γερμανία.Διοικητικά η χώρα χωρίζεται σε 10 επαρχίες που περιλαμβάνουν και το διαμέρισμα της πρωτεύουσας Άκρα (ο πληθυσμός το 2002): Ασάντι (Αshanti, 3.352.000 κάτ.), Μπρονγκ Αχάφο (Βrong Αhafo, 1.919.000 κάτ.), Κέντρο (Central, 1.661.000 κάτ.), Ανατολή (Εastern, 2.217.000 κάτ.), Ευρύτερη Άκρα (Greater Αccra, 3.060.000 κάτ.), Βορράς (Νorthern, 1.950.000 κάτ.), Άνω Ανατολή (Upper Εast, 967.000 κάτ.), Άνω Δύση (Upper West, 603.000 κάτ.), Βόλτα (Volta, 1.695.000 κάτ.) και Δύση (Western, 1.937.000 κάτ.).Επίσημη γλώσσα της Γ. είναι η αγγλική, αλλά χρησιμοποιούνται και διάφορες τοπικές γλώσσες (τούι, φάντι, έουε), εννέα από τις οποίες διδάσκονται στα εκπαιδευτικά ιδρύματα από το 1962.
Ο πληθυσμός της Γ. αποτελείται από περίπου 100 εθνικές ομάδες, η πλειοψηφία των οποίων ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια Ακάν. Κυριότεροι εκπρόσωποι της οικογένειας είναι οι Φάντι και οι Ασάντι. Άλλα εθνοτικά σύνολα είναι οι Νιζίμα, οι Αχάντα και οι Γκα. Στις βόρειες περιοχές ζουν λαοί του Βόλτα, συγγενείς με τις εθνότητες της Μπουρκίνα Φάσο, όπως οι Μόσι-Νταγκόμπα.. Η Γ. είναι ανεξάρτητη προεδρική δημοκρατία. Το σύνταγμα του 1992 καθιέρωσε τον πολυκομματισμό. Ο πρόεδρος της δημοκρατίας εκλέγεται απευθείας από τον λαό με καθολική ψηφοφορία για 4 χρόνια και μπορεί να έχει δύο συνεχείς θητείες. Κατέχει επίσης τα ηνία της εκτελεστικής εξουσίας και διορίζει τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου.
Η νομοθετική εξουσία ανήκει στην εθνοσυνέλευση, η οποία έχει 200 μέλη που εκλέγονται για τετραετή θητεία. Το σύνταγμα προβλέπει τη δημιουργία ενός 25μελούς συμβουλίου του κράτους, που περιλαμβάνει εκπροσώπους των περιφερειών καθώς και μέλη διορισμένα από τον πρόεδρο. Στα πλαίσια του πολιτειακού συστήματος λειτουργεί επίσης συμβούλιο ασφαλείας αποτελούμενο από είκοσι μέλη.Στην πολιτική ζωή της Γ. κυριαρχούν το Νέο Πατριωτικό Κόμμα το οποίο κατέχει από το 2000 τις μισές έδρες της βουλής, το Εθνικό Δημοκρατικό Κογκρέσο και το Κόμμα Λαϊκής Συνέλευσης. Καθήκοντα προέδρου της δημοκρατίας και πρωθυπουργού εκτελεί από τον Ιανουάριο του 2001 ο Τζον Αγκιεκούμ Κουφούορ.Στην κορυφή του δικαστικού συστήματος της Γ. βρίσκεται το ανώτατο δικαστήριο που ακολουθείται από ένα εφετείο και ένα ανώτερο δικαστήριο. Το τελευταίο ασχολείται με αστικά και ποινικά ζητήματα καθώς και με όσα σχετίζονται με τη δημόσια διοίκηση. Η δικαιοσύνη διαρθρώνεται κατόπιν στα κατώτερα δικαστήρια.Οι κάτοικοι της Γ. πρεσβεύουν διάφορες θρησκείες. Περίπου το 35% του πληθυσμού ακολουθεί τοπικές ανιμιστικές λατρείες. Οι μουσουλμάνοι αποτελούν το 30% του πληθυσμού και είναι πολυάριθμοι στις βόρειες ζώνες της χώρας. Τέλος, υπάρχουν και χριστιανοί (στην πλειονότητά τους αγγλικανοί, καθολικοί, πρεσβυτεριανοί και μεθοδιστές) σε ποσοστό 24%.Η παιδεία στη χώρα παρέχεται δωρεάν και είναι υποχρεωτική από 6 έως 16 ετών. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται σε πέντε πανεπιστήμια, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει το πανεπιστήμιο της Άκρα. Λειτουργούν επίσης πάνω από 130 επαγγελματικά εκπαιδευτικά ιδρύματα.Η ευθύνη της άμυνας της χώρας βρίσκεται στη δικαιοδοσία των ενόπλων δυνάμεων, που διαθέτουν τάγματα πεζικού και διάφορες μικρότερες μονάδες, ναυτικό, καθώς και αεροπορία. Η συνολική δύναμή τους ανέρχεται σε 213.237 άτομα (2001). Η Γ. διαθέτει επίσης στρατιωτική ακαδημία. Οι στρατιωτικές δαπάνες αντιστοιχούν σε λιγότερο από το 1% του ετήσιου εγχώριου ακαθάριστου προϊόντος της χώρας.Ο τομέας της υγείας και της πρόνοιας στη Γ. δεσμεύει περίπου το 7% του ετήσιου προϋπολογισμού του κράτους. Το 1996 αναλογούσε ένας γιατρός ανά 15.674 κατ., ενώ το 2001 η βρεφική θνησιμότητα ήταν 57 θάνατοι ανά 1.000 γεννήσεις.Στη μορφολογία της Γ. επικρατούν οι πεδινές εκτάσεις, με ελαφρές κυματώσεις, που εκφυλίζονται στο κέντρο της ευρείας βολταϊκής κόγχης. Παρά τη φαινομενική αυτή ομοιομορφία, το έδαφος μπορεί να διαιρεθεί, από γεωλογική πλευρά, σε δύο καλά διαχωρισμένες περιοχές. Η πρώτη ταυτίζεται με το λιγότερο ψηλό και πεδινό τμήμα της λεκάνης του Βόλτα, που καλύπτεται από ιζηματογενή παλαιοζωικά πετρώματα (κυρίως ψαμμίτες) και ορίζεται από αντερείσματα που τη χωρίζουν αρκετά καθαρά από τα βόρεια και δυτικά υψίπεδα. Τα τελευταία αυτά αποτελούν τη δεύτερη γεωλογική περιοχή της χώρας, στην οποία επικρατούν ευρύτατα οι προκάμβριοι σχηματισμοί εκρηξιγενών και μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων (γρανίτες, χαλαζίτες, κρυσταλλοπαγείς σχίστες), που δημιουργούν την κυματοειδή μορφολογία του τμήματος αυτού του εδάφους και απ’ όπου αναδύονται λείψανα όγκων. Το ανάγλυφο ακολουθεί πορεία από τα ΒΑ προς τα ΝΔ, κατά μήκος δομικών ευθυγραμμίσεων που μόνο στο ακραίο βόρειο τμήμα παίρνουν πιο συχνά έναν προσανατολισμό από τα βόρεια προς τα νότια. Οι σχηματισμοί μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων συνεχίζονται σε μια στενή ανατολική λωρίδα, που περιβάλλεται και αυτή από αντερείσματα. Στην παράκτια περιοχή υπάρχουν μερικά απομονωμένα μέλη πιο πρόσφατων πετρωμάτων, μεσοζωικών και καινοζωικών, παράλληλα με περιορισμένους πρωτογενείς σχηματισμούς του δεβονίου και του λιθανθρακοφόρου. Τέλος, σε αντιστοιχία με τις ποτάμιες εκβολές –και προπάντων του Βόλτα– βρίσκονται προσχωσιγενή εδάφη του καινοζωικού, που δεν έχουν όμως μεγάλη έκταση.Το έδαφος της Γ. εκτείνεται κατά μεγάλο μέρος στο κάτω τμήμα της λεκάνης του Βόλτα και βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας σε τμήμα ακτής (τη Χρυσή Ακτή της εποχής της αποικιοκρατίας) περίπου 500 χλμ. Αποτελείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από ελαφρά κυματοειδή υψίπεδα, τροποποιημένα από μία πλούσια υδρογραφία και καλυμμένα σχεδόν παντού από πυκνή βλάστηση. Τα υψίπεδα έχουν μέσο ύψος 300 μ., αλλά εκφυλίζονται σε αντιστοιχία με τον ποτάμιο ρου του Βόλτα, σχηματίζοντας μία μεγάλη κόγχη με ανυψωμένα κράσπεδα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το νοτιοδυτικό ανάγλυφο που αποτελεί τον υδροκρίτη ανάμεσα στον Βόλτα και στους παράκτιους ποταμούς. Το ανάγλυφο αυτό έχει μια ιδιόμορφη κλιματική λειτουργία, καθώς συμπυκνώνει την υγρασία των παράκτιων μουσώνων, ενώ ταυτόχρονα προστατεύει τις ακτές από τους ξηρούς ανέμους του εσωτερικού.
Κατά μήκος της ακτής οι ποτάμιες εισφορές έχουν δημιουργήσει μία πεδιάδα, που κρασπεδώνεται από λιμνοθάλασσες (Κέτα, Ανγκάου κ.ά.), απ’ όπου υψώνονται μερικοί μεμονωμένοι λόφοι. Αυτοί βρέχονται από τη θάλασσα σχηματίζοντας ακρωτήρια, όπως το Θρι Πόιντς Κέιπ· το τελευταίο λειτουργεί ως διαχωριστικό σημείο μεταξύ ενός ομοιόμορφου δυτικού τμήματος και ενός κεντροανατολικού, που καταλήγει στο δέλτα του Βόλτα.Όπως σε όλη την παράκτια περιοχή της δυτικής Αφρικής, οι αληγείς άνεμοι παραχωρούν τη θέση τους σε ανέμους μουσωνικού τύπου. Οι τελευταίοι προκαλούνται από ισχυρές διαφορές πιέσεων που δημιουργούνται ανάμεσα στη βόρεια ερημική περιοχή και τον Κόλπο της Γουινέας. Έτσι, το καλοκαίρι φυσά ένας υγρός νοτιοδυτικός άνεμος, που αντιστοιχεί στους ωκεάνιους μουσώνες, ενώ τον χειμώνα φυσά ένας βορειοανατολικός άνεμος, θερμός και ξηρός, που αντιστοιχεί στους αληγείς αλλά και στους μουσώνες της ξηράς (χαρματάν).
Οι μέσες ετήσιες θερμοκρασίες είναι πολύ υψηλές: οι μεγαλύτερες τιμές παρατηρούνται στις βόρειες σαβάνες λόγω της απόστασης από τη θάλασσα και της μικρότερης φυτικής επικάλυψης, ενώ μειώνονται στη συνέχεια αργά κατά μήκος του βολταϊκού άξονα. Ο πιο θερμός μήνας –που ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος– είναι ο Απρίλιος στην παράκτια λωρίδα και ο Μάιος στις βόρειες και κεντρικές σαβάνες.Η βλάστηση είναι πλούσια σε όλη τη χώρα, αλλά η πυκνότητα και τα χαρακτηριστικά της ποικίλλουν σημαντικά ανάλογα με τις κλιματικές και υψομετρικές συνθήκες. Μπορούν ουσιαστικά να διακριθούν τρεις μεγάλες λωρίδες βλάστησης: παράκτια σαβάνα, υγρό δάσος και βόρεια σαβάνα.
Το δάσος καταλαμβάνει περίπου το ένα δέκατο της επιφάνειας της χώρας, που αντιστοιχεί στο μεγαλύτερο μέρος της περιοχής Ασάντι· από την ακτή μέχρι τις πρώτες αναβαθμίδες του υψιπέδου βρίσκεται το τυπικό υγρό δάσος αειθαλών, που περνά ύστερα στο υγρό δάσος φυλλοβόλων. Ο δασικός μανδύας παρουσιάζεται σήμερα εκφυλισμένος εξαιτίας της αύξησης του πληθυσμού, που οφείλεται στην ανάπτυξη της καλλιέργειας του κακάο και στις εξορυκτικές δραστηριότητες, καθώς και στην ολοένα πιο εντατική εκμετάλλευσή του για την εξαγωγή πολύτιμης ξυλείας.
Σε όλη την υπόλοιπη χώρα, δηλαδή στη βόρεια και κεντρική περιοχή, δεσπόζει η σαβάνα, που χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή δενδρωδών φυλλοβόλων φυτών και λειμώνων.Το υδρογραφικό δίκτυο της χώρας είναι πολύ ανεπτυγμένο και αρκετά πλούσιο σε ύδατα. Όλο σχεδόν το έδαφος της Γ. στρέφει τα νερά του προς τη θάλασσα και εισχωρεί στην υδρογραφική λεκάνη του Βόλτα που εκβάλλει στον Κόλπο της Γουινέας, όπως και ο Νίγηρας.
Ο Βόλτα πηγάζει από την Μπουρκίνα Φάσο (παλαιότερη ονομασία: Άνω Βόλτα) και ακολουθεί πορεία παράλληλη με τον ρου του Νίγηρα. Ο κύριος όγκος του σχηματίζεται από τη συμβολή δύο πηγαίων κλάδων: του Μαύρου ή δυτικού Βόλτα, και του Λευκού ή ανατολικού Βόλτα. Μετά τη συμβολή των δύο βραχιόνων, ο Βόλτα δέχεται τη σημαντική συμβολή του ποταμού Ότι· σήμερα το τμήμα αυτό της ποτάμιας κοιλάδας καταλαμβάνεται από τη λίμνη Βόλτα, την πιο εκτεταμένη τεχνητή λεκάνη του κόσμου (με επιφάνεια περίπου 8.500 τ. χλμ.), που δημιουργήθηκε με το φράγμα του Ακοσόμπο. Πριν από τη δημιουργία του σημαντικού αυτού έργου, τα νερά του Βόλτα –που εμφάνιζαν άνοδο της στάθμης τους ακόμα και κατά 20 μ.– προκαλούσαν μεγάλες πλημμύρες, ιδιαίτερα βίαιες εκεί όπου το σύγκλινο που δέχεται τον ποταμό σε όλο τον μέσο ρου του περιορίζεται σε μία σειρά από ορμητικούς καταρράκτες. Κάτω από το φράγμα του Ακοσόμπο, ο Βόλτα εκτείνεται στην παράκτια πεδιάδα και εκβάλλει στον κόλπο του Μπενίν με ένα μεγάλο δέλτα.
Οι άλλοι ποταμοί της Γ. κατεβαίνουν από την ανυψωμένη νοτιοδυτική παρυφή του σουδανικού υψιπέδου και χωρίζονται από τη λεκάνη του Βόλτα από χαμηλότερα επίπεδα. Οι μεγαλύτεροι, από Δ προς Α, είναι ο Τάνο, ο Ανκόμπρα και ο Πρα, με τους παραποτάμους του Οφίνσο και Μπίριμ.Η νότια περιοχή της Γ. αντιστοιχεί στη Χρυσή Ακτή των ευρωπαίων θαλασσοπόρων. Η περιοχή προεκτείνεται στα νότια με το Θρι Πόιντς Κέιπ και αναπτύσσεται προς τα Α-ΒΑ με δρεπανοειδή κυρίως πορεία μέχρι τον ποταμόκολπο του Βόλτα, που κρασπεδώνεται από ευρείες λιμνοθάλασσες. Στο εσωτερικό, τα ψηλά αντερείσματα που ορίζουν τα εδάφη των Ασάντι και των Μπρονγκ-Αχάφο συμπυκνώνουν τους νοτιοδυτικούς μουσώνες, που προκαλούν άφθονες βροχές. Χαμηλές κορυφογραμμές, προσανατολισμένες από Β προς Ν, διαιρούν την περιοχή σε ευρείες κοιλάδες τις οποίες διαρρέουν πολυάριθμοι ποταμοί και καλύπτονται από το οργιαστικό ισημερινό δάσος.
Στα δυτικά ανοίγει η λεγόμενη πεδιάδα της Άκρα, στην πραγματικότητα φυσική συνέχεια της δεξιάς όχθης του κάτω Βόλτα. Η περιοχή είναι πυκνοκατοικημένη και αποκαλύπτει τη γειτνίαση της πρωτεύουσας με το πυκνό συγκοινωνιακό δίκτυο. Περιοχή άλλοτε πολύ ζωηρή λόγω της διακίνησης των δούλων και του φοινικέλαιου, υπέστη παρακμή μετά την κατάργηση της δουλείας και τη βαθμιαία μετατόπιση των φυτειών κακάο προς τους Ασάντι. Στην πρόσφατη εποχή η πολιτική αναβάθμιση της Άκρα και η εκβιομηχάνιση την κατέστησαν φυσική περιοχή σύγκλισης του αγροτικού εργατικού δυναμικού που προέρχεται από το εσωτερικό.
Στα βόρεια του Ακοσόμπο τα κεντρικά υψίπεδα κλίνουν προς το σύγκλινο της λεκάνης του Βόλτα, που ορίζεται από ψηλά αντερείσματα και στα ανατολικά από τα τελευταία βραχώδη αντερείσματα των βουνών του Τόγκο.
Στα δυτικά της βολταϊκής λεκάνης η χώρα υψώνεται απότομα προς την περιοχή των Ασάντι. Πρόκειται για μία περιοχή που βρίσκεται σε μέσο υψόμετρο 200 με 300 μ., καλυμμένη από τη σαβάνα σουδανικού τύπου και, προς τα νότια, από εκτεταμένα υγρά δάση.
Τα γρανιτικά υψίπεδα συνεχίζονται πέρα από τον Μαύρο Βόλτα και στα ΒΑ πέρα από τον Λευκό Βόλτα. Εδώ η ξηρασία γίνεται όλο και πιο μεγάλη και η ξηρή εποχή καθορίζει συνθήκες περιβάλλοντος σουδανικές.
Η περιοχή των Ασάντι και ο βορράς αποτελούν τυπικά δείγματα της σαβάνας, η οποία είναι πλούσια σε πανίδα και η αναπαραγωγή της ελέγχεται σήμερα στο εσωτερικό των δύο εθνικών δρυμών του Κουτζάνι και του Μόλε.Ιστορικά, λίγα είναι γνωστά σχετικά με τους πρώτους οικισμούς ιθαγενών και την εξέλιξή τους. Η έλλειψη μεγάλων ορεινών φραγμάτων και η βαθιά έκταση της σαβάνας προς τα νότια πρέπει να ευνόησαν τις κινήσεις των λαών και τις αναμείξεις τους, ενώ το δάσος αποτέλεσε μία περιοχή συντήρησης και καταφυγίου. Φαίνεται πως οι κυριότερες μεταναστεύσεις έγιναν από τα βόρεια προς τα νότια και σύμφωνα με τη γραμμή αυτή μετακινήθηκαν, από τον 10ο αι., οι πληθυσμοί που κατοικούσαν στις βόρειες σαβάνες λόγω της ολοένα μεγαλύτερης επέκτασης των εξισλαμισμένων βερβερινικών φυλών. Σημαντικότερες υπήρξαν οι διαδοχικές μεταναστεύσεις των Ακάν, πληθυσμών σουδανικού κορμού που είχαν κληρονομήσει την αυτοκρατορία της Γ. Οι Ακάν εμφανίστηκαν αρχικά με τις φυλές των Γκουάνγκ, ύστερα με εκείνες των Φάντι και τέλος, περίπου τον 16ο αι., με τους Ασάντι.
Ο πληθυσμός της σημερινής Γ. από τον 15ο αι. έγινε στόχος του δουλεμπορίου, που τον αποδεκάτισε και μετέβαλε κατά πολύ τα χαρακτηριστικά των ιθαγενών οικισμών, όχι μόνο σε πυκνότητα, αλλά και στην κατανομή τους· ο πληθυσμός αναγκαζόταν να απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από τις ακτές και τις οδούς προσπέλασης. Οι περιοχές που συγκέντρωναν τον μεγαλύτερο αριθμό ιθαγενών ήταν οι πιο ψηλές λοφώδεις πλαγιές και τα φυσικά ξέφωτα του δάσους, το οποίο ήδη από τη φάση αυτή πρέπει να υπέστη τις πρώτες μεγάλες καταστροφές από τους ιθαγενείς τους οποίους κυνηγούσαν οι δουλέμποροι. Ο πιο παλαιός ευρωπαϊκός οικισμός υπήρξε ο πορτογαλικός της Μίνα ντου Όουρο, σημερινής Ελμίνα, που δημιουργήθηκε το 1482, στα ανατολικά της σημερινής Τακοράντι, από μία στρατιωτική αποστολή.
Στις αρχές του 19ου αι. η βρετανική κυβέρνηση άρχισε να ενδιαφέρεται άμεσα για τις αγγλικές εμπορικές βάσεις του Κόλπου της Γουινέας. Το 1807 κήρυξε παράνομο το δουλεμπόριο και το 1821 διόρισε έναν πρώτο κυβερνήτη, εγκαθιστώντας τον στη Σιέρα Λεόνε. Την περίοδο αυτή άρχισε επίσης η διείσδυση στο εσωτερικό, με σκοπό να επεκταθεί η αποικιακή κυριαρχία και να δεχτούν οι ιθαγενείς πληθυσμοί τη βρετανική ηγεμονία. Αλλά μόνο μετά το 1901, όταν οι Ασάντι συμμορφώθηκαν τελικά προς τη βρετανική επικυριαρχία, άρχισαν να αναπτύσσονται οι ευνοϊκές συνθήκες για μία δημογραφική αύξηση του αφρικανικού πληθυσμού.Η πρώτη απογραφή στην αποικία της Χρυσής Ακτής έγινε το 1891· έως το 1931 δεν επρόκειτο όμως για πραγματικές απογραφές, αλλά μάλλον για συνοπτικές εκτιμήσεις, με αρκετά περιθώρια λάθους εξαιτίας του ημινομαδικού χαρακτήρα πολλών πληθυσμών του βορρά και της δυσκολίας στην προσέγγιση ορισμένων φυλών που ζούσαν στα δάση. Το 1921, στο έδαφος της σημερινής Γ. υπολογίστηκαν 2.296.000 κάτ., με μία πυκνότητα περίπου 10 κατ. ανά τ. χλμ. Η απογραφή του 1931 ήταν η πρώτη στην οποία ο πληθυσμός μετρήθηκε ατομικά και έδειξε 3.160.000 κατ. Στη συνέχεια η δημογραφική αύξηση συνεχίστηκε, έστω και με ποσοστά ελαφρώς κατώτερα (4.012.000 κάτ. το 1948), για να ανέλθει ξανά στην επόμενη δεκαετία, όταν ο πληθυσμός της Γ. υπερδιπλασιάστηκε (8.545.561 κάτ. το 1970). Το 2002 οι κάτοικοι της χώρας εκτιμήθηκαν σε 19.361.000, με μέση πυκνότητα 83 κατ. ανά τ. χλμ., ετήσιο ρυθμό αύξησης του πληθυσμού 1,79% και προσδόκιμο ζωής τα 55,8 χρόνια για τους άνδρες και τα 58,6 για τις γυναίκες.
Από εθνολογική άποψη, θα πρέπει να διακρίνουμε τον ιθαγενή πληθυσμό από τους μετανάστες των γειτονικών χωρών, οι οποίοι αποτελούν σημαντικό πληθυσμιακό όγκο· πράγματι, για μερικές φυλές της Μπουρκίνα Φάσο, του Νίγηρα και του Τόγκο, η Γ. υπήρξε ανέκαθεν φυσικό έδαφος έλξης. Όσο για τους αυτόχθονες, το μεγαλύτερο μέρος τους αποτελείται από τους Ακάν, οι οποίοι περιλαμβάνουν πολυάριθμες ομάδες: τους Νζέμα (Νζίμα), που κατοικούν στην παράκτια ζώνη κοντά στα σύνορα με την Ακτή Ελεφαντοστού· τους Αχάντα και τους Φάντι, πάντοτε στην ακτή, που διεκδικούν την έξοδο στη θάλασσα από τους Ασάντι· στους ομώνυμους λόφους της ενδοχώρας ζουν οι Ακουάπεμ και οι Ασάντι, συγκεντρωμένοι γύρω στην Κουμάσι και οι Άκεμ μεταξύ Βόλτα και Πρα. Στα βόρεια των Ακάν ζουν οι πληθυσμοί Γκουάνγκ που κατοικούν κυρίως στη βολταϊκή λεκάνη και κατά μήκος των λωρίδων που συνορεύουν με την Ακτή Ελεφαντοστού και το Τόγκο. Η μεγαλύτερη όμως αριθμητικά εθνική ομάδα, μετά τους Ακάν, είναι η ομάδα των Μόσι-Νταγκόμπα, εγκατεστημένη και αυτή στα βόρεια και συγγενής με τις εθνότητες της Μπουρκίνα Φάσο. Η ζωή τους διαφέρει από εκείνη των Ακάν και των άλλων λαών της ακτής, που επί αιώνες βρίσκονταν υπό ευρωπαϊκή επιρροή. Οι Γκα κατοικούν στις νοτιοανατολικές περιοχές, στις εκβολές του Βόλτα, και βρίσκονται σε άμεση επαφή με τους Έουε (13%), ο οικισμός των οποίων εκτείνεται και πέρα από τα σύνορα με το Τόγκο. Τις τελευταίες δεκαετίες, λόγω της προοδευτικά αυξανόμενης έλξης που ασκούν μερικές περιοχές και οι πόλεις, οι ανισότητες στην κατανομή του πληθυσμού αυξήθηκαν: στην πράξη, σήμερα, τα τρία τέταρτα του πληθυσμού ζουν σε μία έκταση που αντιστοιχεί μόλις στο ένα τρίτο της συνολικής. Οι περισσότερο πυκνοκατοικημένες περιοχές βρίσκονται στον νότο.Σημαντικότερα αστικά κέντρα της χώρας (οι πληθυσμοί με στοιχεία του 2002), εκτός της πρωτεύουσας Άκρα (Accra, 1.605.000 κάτ.) είναι η Κουμάσι (Κumasi, 929.000 κάτ.), η Σεκόντι-Τακοράντι (Sekondi-Τakoradi, 127.000 κάτ.), η Ταμάλε (Τamale, 269.000 κάτ.) και η Κοφορίντουα (Koforidua, 87.500 κάτ.).Μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας της, η βρετανική Χρυσή Ακτή –που μετονομάστηκε σε Γ.– υιοθέτησε μία πολιτική και οικονομική γραμμή μαρξιστικής έμπνευσης. Η οικονομική κατάσταση, μέχρι τότε αρκετά ισορροπημένη, επιδεινώθηκε πολύ σύντομα εξαιτίας μιας σειράς μη παραγωγικών δαπανών, όπως η κατασκευή του φράγματος του Ακοσόμπο, δυσανάλογη με τις πραγματικές ανάγκες της χώρας. Στις συνθήκες αυτές προστέθηκε η ελλιπής τεχνική κατάρτιση των ηγετικών στελεχών και η πτώση της τιμής του κακάο, παράγοντας καθόλου αμελητέος. Από το 1966 ο επίσημος ιδεολογικός προσανατολισμός μεταβλήθηκε από έναν άκαμπτο μαρξισμό σε έναν πιο αόριστο αφρικανικό σοσιαλισμό.
Η εσωτερική αστάθεια στη δεκαετία του 1980 επέδρασε σημαντικά στην οικονομία της χώρας· περιορίστηκαν σημαντικά οι ξένες επενδύσεις στις οποίες είχε στηριχτεί ένα μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων στον τομέα του ορυκτού πλούτου. Στην επιβάρυνση της οικονομικής κατάστασης συνέτειναν και οι διακυμάνσεις στις διεθνείς τιμές του κακάο και των άλλων γεωργικών προϊόντων της χώρας. Το εξωτερικό χρέος μεγάλωσε και η κυβέρνηση αναγκάστηκε να λάβει μέτρα για την απελευθέρωση της χρηματιστηριακής αγοράς και τον περιορισμό των κρατικών δαπανών, ενώ επέβαλε και ειδικό φόρο για την κάλυψη του των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού.
Το 2001 το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) της Γ. ήταν 39.400 εκατ. δολ. ΗΠΑ και το κατά κεφαλήν εισόδημα 1.980 δολ. Ο πληθωρισμός ανερχόταν σε 22,8% και η ανεργία έφτανε το 20%.Η γεωργία είναι ο σπουδαιότερος παράγοντας στην οικονομία της χώρας επειδή απασχολεί περίπου το 48% του ενεργού πληθυσμού και συμβάλλει κατά κύριο λόγο στις εξαγωγές. Η εκμηχάνιση είναι ωστόσο περιορισμένη. Το ίδιο περιορισμένες είναι και οι σύγχρονες τεχνικές καλλιέργειας, ενώ ο αγώνας κατά των παρασίτων και των ασθενειών των φυτών είναι ανεπαρκής. Η παραγωγή βιομηχανικών ειδών δεν καλύπτει τις εσωτερικές ανάγκες, παρά τις προόδους που σημειώθηκαν τα τελευταία χρόνια στις κυριότερες καλλιέργειες. Τα δημητριακά (κεχρί και σόργο) καλλιεργούνται στις πιο άγονες βόρειες ζώνες, το καλαμπόκι στον νότο και το ρύζι στην παράκτια περιοχή· τα αμυλούχα φυτά (μανιόκα, ινιάμ, κολοκάσια) είναι διαδεδομένα σε μεγάλες περιοχές και αποτελούν τη βάση της διατροφής των κατοίκων της υπαίθρου.
Μεγαλύτερη οικονομική σπουδαιότητα έχουν οι φυτείες κακάο, ένας τομέας στον οποίο η Γ. κατέχει την τρίτη θέση στον κόσμο (μετά την Ακτή Ελεφαντοστού και τη Βραζιλία). Με τη μονοκαλλιέργεια αυτή η χώρα έδωσε ώθηση στην ανάπτυξή της, αλλά ταυτόχρονα διακινδύνευσε την οικονομική της καταστροφή, λόγω των αυξομειώσεων της διεθνούς τιμής του προϊόντος.
Ανάμεσα στις άλλες καλλιέργειες που προορίζονται για εξαγωγή περιλαμβάνονται το φοινικέλαιο, οι αραχίδες, ο καφές, το ζαχαροκάλαμο, τα εσπεριδοειδή και οι ανανάδες.
Τα δάση καλύπτουν περίπου το 28% του συνολικού εδάφους της Γ. και αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα αποψίλωσης. Η παραγωγή ξυλείας το 1999 ανήλθε σε 21,9 εκατ. κ.μ.Η κτηνοτροφία της Γ. δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη και επικεντρώνεται κυρίως στις βόρειες περιοχές. Η αλιεία, αντίθετα, αποτελεί σημαντική δραστηριότητα, γεγονός που γίνεται φανερό από τη συνολική παραγωγή αλιευμάτων (446,883 τόνοι το 1997).Η περίοδος της αποικιοκρατίας. Οι εθνικές ομάδες που κατοικούν σήμερα στην Γ. εκτιμάται πως προέρχονται κατά ένα μέρος από τα εδάφη στα νότια του μεγάλου τόξου του Νίγηρα (η μεγαλύτερη ομάδα των φυλών Ακάν, δηλαδή οι Ασάντι, οι Φάντι, οι Άκεμ κ.ά.) και κατά ένα άλλο από εδάφη που σήμερα βρίσκονται στη Νιγηρία. Οι πρώτοι Ευρωπαίοι που αποβιβάστηκαν στη Χρυσή Ακτή το 1471 ήταν οι Πορτογάλοι. Όταν διαπίστωσαν ότι η κυριότερη πλουτοπαραγωγική πηγή της χώρας ήταν ο χρυσός, ίδρυσαν εκεί μόνιμους οικισμούς. Η άφιξη των Πορτογάλων προκάλεσε μία μετακίνηση των πληθυσμών από τις εσωτερικές περιοχές προς τα δάση και την ακτή, που μέχρι τότε ήταν σχεδόν ακατοίκητα. Σχηματίστηκαν έτσι αρκετά βασίλεια· σπουδαιότερα ήταν εκείνα των Ντενκίρα, των Ακουάμου και των Ασάντι στις δασικές περιοχές καθώς και το βασίλειο των Φάντι στις ακτές. Στους επόμενους αιώνες οι Πορτογάλοι ήρθαν σε σύγκρουση με Γάλλους, Ολλανδούς, Άγγλους, Δανούς και Σουηδούς δουλέμπορους. Οι πρώτοι βρετανικοί οικισμοί χρονολογούνται από το 1618, αλλά μόνο το 1821 απέκτησαν καθεστώς κτήσης της Βρετανικής αυτοκρατορίας. Η Μεγάλη Βρετανία στη συνέχεια απέκτησε την κυριότητα των δανέζικων και ολλανδικών αγροκτημάτων της περιοχής, το 1850 και το 1872 αντίστοιχα. Η κατάληψη των εδαφών του εσωτερικού της χώρας πραγματοποιήθηκε ύστερα από μακρόχρονους και αιματηρούς πολέμους με το ιθαγενές βασίλειο των Ασάντι, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει στο πρώτο μισό του 18ου αι. μία εκτεταμένη και ισχυρή ομοσπονδία. Το 1859, όλα τα εδάφη της Χρυσής Ακτής –με εξαίρεση τα βόρεια εδάφη, στα οποία επιβλήθηκε καθεστώς προτεκτοράτου το 1901– οργανώθηκαν ως αποικία του βρετανικού στέμματος.
Στα πρώτα πενήντα χρόνια του 20ού αι., η χώρα γνώρισε σημαντική κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη και το 1946 κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα αιρετό νομοθετικό συμβούλιο, με περιοχές αρμοδιότητάς της τόσο τη Χρυσή Ακτή όσο και το βασίλειο των Ασάντι. Ήταν η πρώτη ανάμεσα σε όλες τις αγγλικές αποικίες της Αφρικής που της αναγνωρίστηκαν παρόμοιες αρμοδιότητες. Τον επόμενο χρόνο εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή της Χρυσής Ακτής η μορφή του Κουάμε Νκρούμαχ, που είχε επιστρέψει στην πατρίδα του ύστερα από σπουδές στην Αμερική και την Αγγλία. Ο Νκρούμαχ, ιδρύοντας δικό του κόμμα, ανέτρεψε τα αγγλικά σχέδια για μία αργή και προοδευτική εξέλιξη της αποικίας προς εσωτερική αυτονομία. Οι επιδιώξεις του νέου κόμματος συνοψίζονταν στην αναζήτηση άμεσης αυτονομίας.
Η περίοδος της ανεξαρτησίας. Η αγγλική κυβέρνηση, γνωρίζοντας ότι δεν υπήρχαν παροικίες λευκών στην περιοχή, υποχώρησε αμέσως στις αξιώσεις του Νκρούμαχ και στις 6 Μαρτίου 1957 η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της. Το νέο κράτος ονομάστηκε Γ. και αποτέλεσε μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας υπό το βρετανικό στέμμα μέχρι την 1η Ιουλίου 1960, όταν μετεξελίχθηκε σε ανεξάρτητη δημοκρατία. Η νέα κυβέρνηση ξεκίνησε μία μεγαλόπνοη πολιτική προς δύο κατευθύνσεις· επεδίωξε αφενός να μετατρέψει τις δομές που είχε κληρονομήσει από την αποικιοκρατία και αφετέρου να καταστήσει όλη τη μαύρη Αφρική συμμέτοχο της νίκης του εθνικισμού στην Γ. Η ιδεολογία του Νκρούμαχ, αρχηγού της πρώτης ημιαυτόνομης κυβέρνησης και αργότερα της ανεξάρτητης κυβέρνησης, εμπνεόταν από τον σοσιαλισμό, τον αντιιμπεριαλισμό και τον παναφρικανισμό. Επιδίωξή του ήταν να ενσαρκώσει τους πόθους των αφρικανικών μαζών για ελευθερία. Το 1949 ίδρυσε το Κόμμα της Λαϊκής Συνέλευσης (ΚΛΣ), που έμελλε από τότε να γίνει το κυρίαρχο κόμμα της Γ.
Η πολεμική αυτή στάση όμως απέναντι στη Δύση, οι δύσκολες σχέσεις με τα άλλα αφρικανικά κράτη, ο ιδεολογικός προσανατολισμός προς τη Μόσχα και το Πεκίνο, καθώς και μία καταστρεπτική οικονομική διαχείριση είχαν ως αποτέλεσμα την εκδήλωση στρατιωτικού πραξικοπήματος που το 1966 ανέτρεψε τον Νκρούμαχ. Η χούντα, υπό την προεδρία του στρατηγού Άνκραχ, κατάλυσε το σύνταγμα και έθεσε εκτός νόμου το ΚΛΣ. Οι στρατιωτικοί επέτρεψαν, ωστόσο, την αποκατάσταση μιας πολιτικής διακυβέρνησης, θεσπίζοντας στις 7 Νοεμβρίου του 1968 τη δημιουργία μιας συντακτικής συνέλευσης (Ιανουάριος-Αύγουστος 1968) και διεξάγοντας πολιτικές εκλογές τον Αύγουστο του 1969.
Τις εκλογές κέρδισε με μεγάλη πλειοψηφία το Προοδευτικό Κόμμα του Κόφι Μπουσία, που ανέλαβε την ηγεσία της κυβέρνησης, ενώ αρχηγός του κράτους εξελέγη στις 31 Αυγούστου 1970 ο Ακούφο Άντο. Τον Ιανουάριο του 1972 μία νέα στρατιωτική επέμβαση είχε ως αποτέλεσμα την αναστολή του συντάγματος και την ανάληψη της εξουσίας από το Συμβούλιο Εθνικής Ανανέωσης με πρόεδρο τον συνταγματάρχη Ιγκνάτιους Κ. Ατσεαμπόνγκ, ο οποίος υποχρεώθηκε σε παραίτηση τον Ιούλιο του 1978. Τον αντικατέστησε ο Φρέντερικ Ακούφο, που με τη σειρά του καθαιρέθηκε τον Ιούνιο του επόμενου έτους από στρατιωτικό πραξικόπημα. Την εξουσία ανέλαβε το επαναστατικό Συμβούλιο Ενόπλων Δυνάμεων με επικεφαλής τον Τζέρι Ρόουλινγκς και εννέα μέλη.
Το Συμβούλιο, αφού εκτέλεσε τους ηγέτες των προηγούμενων πραξικοπημάτων και έξι άλλους ανώτατους αξιωματικούς με την κατηγορία της διαφθοράς, ανακοίνωσε ότι η κατάληψη της εξουσίας θα ήταν προσωρινή και ότι οι εκλογές θα διεξάγονταν κανονικά. Το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) σχημάτισε συνασπισμό με το Ενιαίο Εθνικό Κόμμα και ο ηγέτης του πρώτου Χίλα Λίμαν εξελέγη πρόεδρος. Όμως, στα τέλη του 1981 ο Ρόουλινγκς κατέλαβε εκ νέου την εξουσία με στρατιωτικό πραξικόπημα και εγκαθίδρυσε ένα προσωρινό αμυντικό συμβούλιο, το οποίο διέλυσε τη βουλή, απαγόρευσε τη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων και στη θέση τους οργάνωσε Λαϊκές Αμυντικές Επιτροπές, οι οποίες αργότερα μετονομάστηκαν σε Επιτροπές για την Άμυνα της Επανάστασης.
Το νέο καθεστώς είχε στην αρχή ισχυρή λαϊκή υποστήριξη, αλλά στην περίοδο 1984–87 σημειώθηκαν αρκετές απόπειρες πραξικοπημάτων, συλλήψεις, διαμαρτυρίες σπουδαστών και δίκες πολιτικών αντιπάλων. Το καθεστώς προχώρησε στις εκλογές για τις λαϊκές συνελεύσεις, οι οποίες θεωρήθηκαν ως πρώτο βήμα για την εγκαθίδρυση ενός νέου πολιτικού συστήματος.
Το 1989 ένας στενός συνεργάτης του Ρόουλινγκς επιχείρησε πραξικόπημα εναντίον του και ο Ρόουλινγκς ανέλαβε ο ίδιος τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων. Το 1990, αντιδρώντας στις πιέσεις από το εξωτερικό για την εισαγωγή δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, το κυβερνητικό συμβούλιο ανακοίνωσε τη διεξαγωγή περιφερειακών διαλόγων με θέμα το μέλλον της χώρας. Τον Μάιο του 1991, η κυβέρνηση ενέκρινε την μετάβαση στον πολυκομματισμό και την ίδρυση μιας συμβουλευτικής συνέλευσης, η οποία θα προετοίμαζε το σχέδιο συντάγματος. Στη συνέχεια απάντησε στις κατηγορίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παραχωρώντας αμνηστία στους πολιτικούς εξόριστους, ενώ ταυτόχρονα σημειώνονταν σφοδρές συγκρούσεις ανάμεσα σε δύο εθνικές ομάδες στο βόρειο τμήμα της χώρας.
Στις αρχές του 1992 η συμβουλευτική συνέλευση υιοθέτησε τις περισσότερες από τις συνταγματικές τροποποιήσεις που είχαν προταθεί αλλά η αντιπολίτευση αντιτάχθηκε σε διάταξη η οποία απάλλασσε τα μέλη της κυβέρνησης από οποιαδήποτε δίωξη για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το νέο σύνταγμα εγκρίθηκε με μεγάλη πλειοψηφία σε δημοψήφισμα και η κυβέρνηση επέτρεψε στη συνέχεια τον σχηματισμό πολιτικών οργανώσεων, με αποτέλεσμα την ίδρυση αρκετών κομμάτων, πολλά από τα οποία ταυτίζονταν με τον πρώην πρόεδρο Κουάμε Νκρούμαχ. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης σχημάτισαν συνασπισμό, ενώ μία σειρά από πολιτικές δυνάμεις συμμάχησαν για να υποστηρίξουν τον Ρόουλινγκς στις εκλογές. Ο τελευταίος, στις προεδρικές εκλογές που έγιναν το Νοέμβριο του 1992, εξελέγη με ποσοστό 58,3%. Η αντιπολίτευση αμφισβήτησε το αποτέλεσμα κατηγορώντας την κυβέρνηση για νοθεία. Στις βουλευτικές εκλογές του επόμενου μήνα, το Εθνικό Δημοκρατικό Κογκρέσο, δηλαδή ο φιλοκυβερνητικός συνασπισμός που είχε ιδρυθεί, κέρδισε τη συντριπτική πλειοψηφία των εδρών.
Ο Ρόουλινγκς ορκίστηκε πρόεδρος της Τέταρτης Δημοκρατίας τον Ιανουάριο του 1993 και λίγο αργότερα σχηματίστηκε η νέα κυβέρνηση. Οι υποσχέσεις πολλών δυτικών χωρών για βοήθεια στην Γ., με τη διεξαγωγή των εκλογών, έδειξαν ότι η νέα κυβέρνηση διέθετε την υποστήριξη της Δύσης. Στις αρχές του 1994 ξέσπασαν νέες συγκρούσεις ανάμεσα στην εθνική ομάδα των Κονκόμπα, που κατάγονται από το Τόγκο, και τη φυλή των Νανούμπα. Πεντακόσια άτομα σκοτώθηκαν στις συγκρούσεις και η κυβέρνηση έστειλε στρατεύματα στα βόρεια τμήματα της χώρας, επιβάλλοντας ταυτόχρονα κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε επτά επαρχίες. Στα μέσα του χρόνου υπογράφηκε συμφωνία ειρήνης ανάμεσα στις αντίπαλες πλευρές, οι οποίες υποσχέθηκαν να εγκαταλείψουν τη βία ως μέσο διευθέτησης των διαφορών τους σχετικά με ζητήματα ιδιοκτησίας γης.
Το 1996 οι προεδρικές εκλογές ανέδειξαν για άλλη μία φορά νικητή τον Ρόουλινγκς. Στις αρχές του 1999 πέθανε ο βασιλιάς της φυλής Ασάντι Οπόκου Ουάρε Β’, που αντιπροσώπευε περίπου το 39% του πληθυσμού της Γ. Τον διαδέχθηκε στον θρόνο ο Μπαρίμα Ντούα που ονομάστηκε βασιλιάς Οσέι Τούτου Β’.
Η πολύχρονη μονοπώληση της εξουσίας από τον πρόεδρο Ρόουλινγκς έλαβε τέλος στις εκλογές του 2000, όταν στο αξίωμα αναδείχθηκε ο ηγέτης του Νέου Πατριωτικού Κόμματος Τζον Κουφουόρ. Η νέα κυβέρνηση ορκίστηκε τον Ιανουάριο του 2001.Η λογοτεχνία της Γ. εκφράζεται μέσα από τη γλωσσική ποικιλία της χώρας. Οι γλώσσες της Γ. που έχουν επιβεβαιωμένη γραπτή παράδοση είναι η τούι, η φάντι, η έουε, η νζέμα και η γκα.
Τα πιο διαδεδομένα λογοτεχνικά είδη είναι χωρίς αμφιβολία το μυθιστόρημα και το διήγημα, στα οποία διαφαίνεται το πνεύμα του αφρικανικού λαού. Η σπουδαιότερη προσωπικότητα που γράφει στη γλώσσα τούι είναι ο Τζόζεφ Χ.Κ. Νκέτια, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, μελετητής και εκδότης λαϊκών ποιητικών κειμένων.
Η τούι, που θεωρείται σε γενικές γραμμές γλώσσα προφορική, εκφράζει μία ιδιαίτερη σύλληψη του σύμπαντος, την οποία ανέδειξαν οι μελέτες των Τζ. Χ. Νκέτια, Τζ. Μπ. Ντάνκα και Γ.Ε. Αμπράχαμ. Η κοσμική, μη θρησκευτική, αφήγηση επικεντρώνεται στη μορφή της αράχνης Ανάνσε. Η δομή της ποίησης είναι τονική και ρυθμική και περιλαμβάνει εορταστικά ποιήματα (apae) τα οποία αφηγούνται οι βάρδοι με τη συνοδεία τύμπανων και κόρνων, ελεγείες με συγκεκριμένα θέματα, προσευχές, νεκρικούς ύμνους κλπ. Μεγάλο μέρος της ποίησης εκφράζεται μέσω της γλώσσας των κρουστών οργάνων (τύμπανα) που οι ρυθμοί τους έχουν φωνητικές βάσεις.
Η λογοτεχνία έουε περιλαμβάνει αρχαία λαϊκά τραγούδια, που ψάλλονται είτε από έναν τραγουδιστή είτε από χορωδία, σε μία γλώσσα συγκινησιακά φορτισμένη με μελαγχολική διάθεση. Πρόκειται για τραγούδια νεκρικά, του κυνηγιού και της δουλειάς, λαϊκές διηγήσεις, τραγούδια των πολεμιστών (asafo) και θρησκευτικά τραγούδια. Ο κυριότερος μελετητής των ασμάτων αυτών είναι ο Π.Μ. Ντεσέου. Πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς στην Γ. χρησιμοποιούν τις παραπάνω γλώσσες για να μετατρέψουν την προφορική παράδοση σε γραπτή.
Στην Γ. υπάρχουν πολλοί ακόμη ικανοί συγγραφείς που έχουν εκφραστεί σε άλλες εθνικές γλώσσες. Η λογοτεχνία σε αγγλική γλώσσα διαμορφώθηκε τον 18ο αι. ταυτόχρονα με το κίνημα για την κατάργηση της δουλείας και σημάδεψε τις απαρχές της μαύρης λογοτεχνίας διαμαρτυρίας. Ο σκλάβος Ατομπάχ Κογκουάνο κατήγγειλε το δουλεμπόριο, το οποίο αποδεχόταν ένας άλλος μορφωμένος σκλάβος, ο Τζ. Ε. Καπιτέιν. Στις αρχές του 20ού αι. σημειώθηκε η συνειδητοποίηση μιας ελίτ που μαχόταν εναντίον του βρετανικού πολιτικού και πολιτιστικού ιμπεριαλισμού, καθοδηγούμενη από τον Τζ.Ε. Κάζελι-Χέιφορντ.
Η πρώτη ποιητική φωνή σε αγγλική γλώσσα είναι του Ο. Ντάζι Άκο (Τhe Seductive Coast, 1909), ενώ στην ίδια περίοδο τοποθετείται και το έργο του Τζέιμς Ε.Κ. Άγκρεϊ (1875-1927), ενός ιερέα που στις διδασκαλίες και στις παραβολές του προετοίμασε την εξέγερση των συμπατριωτών του. Η ανάπτυξη της λογοτεχνίας της Γ. σε αγγλική γλώσσα υπήρξε αρκετά ποικίλη και ελπιδοφόρα, βασιζόμενη σε περισσότερους από πενήντα άντρες και γυναίκες συγγραφείς. Ανάμεσα στους ποιητές ξεχωρίζουν ο Ραφαέλ Αρμάτου, η Άκουαχ Λαλούαχ, ποιήτρια και μυθιστοριογράφος, ο Τζορτζ Αβούνερ Γουίλιαμς, ποιητής και κινηματογραφιστής, και ο Φρανκ Κομπίνα Πάρκες. Ο Μάικλ Φ. Ντέι Ανάνγκ αποτελεί ένα πολυσύνθετο ταλέντο με διεισδυτική πένα. Η Τεοντόρα Ε.Μ. Σάδερλαντ, ποιήτρια, διηγηματογράφος και συγγραφέας παιδικών βιβλίων, εκφράζεται τόσο στην αγγλική όσο και στη γλώσσα τούι. Ανάμεσα στους μυθιστοριογράφους ξεχωρίζουν ο Ρ.Ε. Όμπενγκ, ο Γκίλμπερτ Α. Σαμ και οι πιο νέοι Φράνσις Ντεμπόρμεϊ, Ασάρε Κονάντου και Άγι Κουέι Άρμαχ.
Στην Άκρα έχει ιδρυθεί η Εταιρεία Συγγραφέων, στην οποία ανήκουν πολλοί νεαροί συγγραφείς με νέες ιδέες και πλατιά πνευματικά, κοινωνικά και πολιτικά ενδιαφέροντα. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, το περιορισμένο ενδιαφέρον των ξένων εκδοτικών οίκων για τη λογοτεχνία της Γ. προκάλεσε κρίση στη λογοτεχνική δραστηριότητα της χώρας. Η κακή οικονομική κατάσταση και η πολιτική αστάθεια δημιούργησαν ένα αίσθημα δυσφορίας και αποστέρησης που αντανακλάται και στη λογοτεχνία. Δεν απουσιάζουν, ωστόσο, σημαντικοί συγγραφείς όπως ο Κοφί Ανιντόχο (Κofi Αnydoho), ίσως ο σημαντικότερος ποιητής της φυλής έουε. Η ποίησή του συνδέεται και ανανεώνει τα παραδοσιακά τραγούδια έουε, εμπλουτίζοντάς τα με σύγχρονους κοινωνικοπολιτικούς προβληματισμούς.Η Γ. οφείλει τη μεγάλη καλλιτεχνική φήμη της στους Ασάντι, που είναι συγκεντρωμένοι γύρω στην Κουμάσι. Αντίθετα με τους γειτονικούς πληθυσμούς της Ακτής Ελεφαντοστού, οι Ασάντι δεν χρησιμοποιούσαν τη γλυπτική σε ξύλο των προγονικών μορφών και των προσωπείων του χορού. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η άκουα μπα, ένα ιδιόρρυθμο ξυλόγλυπτο αγαλματίδιο που θεωρείται κούκλα γονιμότητας, η παρουσία της οποίας παραμένει ακόμα και σήμερα αίνιγμα στην κοινωνία αυτή που απέφυγε τις ανθρωπόμορφες απεικονίσεις. Οι κούκλες αυτές (στιλιζαρισμένες και αφηρημένες απεικονίσεις της ανθρώπινης μορφής) έχουν μεγάλο ωοειδές ή στρογγυλό κεφάλι, πλατύ σαν δίσκο, στο οποίο είναι ανάγλυφα τα φρύδια που συνδέονται με μία μοναδική κάθετη γραμμή που αποτελεί τη μύτη, τα μικροσκοπικά στρογγυλά μάτια και το μικρό στόμα.
Εκτός από την άκουα μπα, η καλλιτεχνική παραγωγή των Ασάντι βασίζεται αποκλειστικά στη δραστηριότητα των χρυσοχόων και των επεξεργαστών μετάλλων. Τα χρυσά αντικείμενα είναι σήμερα σπανιότατα, επειδή κατά το μεγαλύτερο μέρος διασκορπίστηκαν ή καταστράφηκαν γρήγορα· από την εποχή των πρώτων επαφών με τους Ευρωπαίους, τα αντικείμενα αυτά αγοράζονταν για να δημιουργηθεί, με τήξη, το πολύτιμο μέταλλο από το οποίο αποτελούνταν. Στη συνέχεια, όταν αναγνωρίστηκε η καλλιτεχνική τους αξία, έγιναν αντικείμενο εντατικής έρευνας με αποτέλεσμα την ακόμα μεγαλύτερη διασπορά τους.
Από τον μεγάλο θησαυρό του βασιλιά Κόφι Κακάρι παραμένει μονάχα το θαυμάσιο χρυσό Προσωπείο της συλλογής Γουάλας του Λονδίνου, που πιθανότατα είχε κατασκευαστεί προς τιμήν κάποιου αρχηγού που σκοτώθηκε στη μάχη. Όλα τα άλλα αντικείμενα που χύθηκαν σε χρυσό (ή καλύτερα σε ένα κράμα χρυσού, χαλκού και ασημιού), όπως σκουλαρίκια, δαχτυλίδια και στολίσματα φορεμάτων, μπορούν να θεωρηθούν κοσμήματα. Οι μορφές που συναντώνται πιο συχνά είναι ο ηλιακός δίσκος και το αστέρι με πολλές αιχμές· δεν εμφανίζονται το ανθρώπινο προσωπείο και οι ζωικές μορφές, που απαντώνται όμως άφθονα στους Μπαουλέ. Τα δαχτυλίδια έχουν θολωτό μοτίβο. Η τεχνική σφυρηλάτησης και ανάγλυφου βρίσκει εφαρμογή σε αντικείμενα που σπάνια έφτασαν μέχρι εμάς, όπως ηλιακοί δίσκοι μεγάλων διαστάσεων, ή στη διακόσμηση λειτουργικών αντικειμένων.
Περίφημα είναι επίσης τα μικρά βαρίδια με τις ποικίλες μορφές, που οι Ασάντι χρησιμοποιούσαν για να ζυγίζουν τη σκόνη του χρυσού. Χυμένα σε μπρούντζο και χαλκό, είναι μία από τις πιο ζωντανές μαρτυρίες της κοινωνικής τους ζωής. Απεικονίζουν άντρες και γυναίκες που ασχολούνται με διάφορες εργασίες και είναι επεξεργασμένα με εκπληκτική φροντίδα στις λεπτομέρειες και με ρεαλισμό· πολύ διαδεδομένες είναι επίσης οι ζωικές μορφές, εκτός από τα διάφορα οικιακά σκεύη ή τα απλά γεωμετρικά μοτίβα συμβολικής αξίας.
Τυπικά είναι επίσης τα κουντούο ή κύπελλα των ψυχών, κουτιά από μπρούντζο ή χαλκό, μετρίων διαστάσεων. Τελετουργικής καθαρά προέλευσης, τα κουντούο χρησιμοποιούνταν για τον εξαγνισμό της ψυχής του θύτη με την ευκαιρία των σπουδαίων γεγονότων της ζωής κάθε ανθρώπου, όπως η γέννηση, η εφηβεία, ο γάμος ή ο θάνατος. Το σχήμα των κουτιών αυτών, εφοδιασμένων με καπάκι, μπορεί να είναι ορθογώνιο ή φουσκωτό σαν κύστη που στενεύει προς το στόμιο, ωοειδές ή κυλινδρικό. Γενικά στηρίζονται σε τρία πόδια ή σε δακτυλιοειδή βάση. Μία γεωμετρική διακόσμηση χαραγμένη σε ζιγκ-ζαγκ και σε μισοφέγγαρα καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του κουντούο. Συναντώνται επίσης εξώγλυφα μοτίβα, γλυπτά ελεύθερα στον χώρο πάνω στο σκέπασμα και λαβές διακοσμημένες με ποικίλους τρόπους.Εκτός από την Άκρα και τις κυριότερες πόλεις, οι παραδοσιακές μορφές ζωής του αφρικανικού χωριού έμειναν σχεδόν αναλλοίωτες από τις αλλαγές της σύγχρονης εποχής. Οι κάτοικοί τους ανέλαβαν μόνο την υποχρέωση να στέλνουν τα παιδιά στο σχολείο και να πληρώνουν τους φόρους.
Η κοινωνική οργάνωση. Ακόμα και σήμερα οι λαοί Ακάν (Φάντι και Ασάντι) έχουν ως βασική κοινωνική οργάνωση την πατριά (αμπουσούα), που αποτελείται από αυτούς που θεωρούνται απόγονοι, κατά θηλεογονία, μιας κοινής προγόνου, και περιλαμβάνει ζωντανούς και νεκρούς. Οι πατριές κοινής καταγωγής αποτελούν το πιο μεγάλο σύνολο της φυλής. Σε μητριαρχική γραμμή λοιπόν καθορίζονται οι βασικές σχέσεις συγγένειας, οι κληρονομικές σχέσεις και η καταγωγή, οι πολιτικοί δεσμοί και το σύνολο δεσμών που περιλαμβάνει όλη την προσωπικότητα και το οποίο δεν μπορεί να αλλάξει παρά μόνο με την αποβολή από την πατριά.
Στη βάση της πατριάς βρίσκεται η μαγικοθρησκευτική αντίληψη της σύλληψης και της γέννησης, τα ουσιαστικά στοιχεία των οποίων –το ντόρο και το μόγκια– καθορίζουν και τη θέση του ατόμου στην κοινότητα. Το ντόρο, ένας γενικός όρος που θα μπορούσε να μεταφραστεί με τη λέξη πνεύμα, ή καλύτερα οικογενειακό πνεύμα, δείχνει την πανάρχαια καταγωγή με την οποία καθένας συνδέεται με ένα σύνολο κανόνων και εντολών. Και το άλλο στοιχείο που είναι απαραίτητο στη γέννηση είναι κληρονομικό· αλλά το μόγκια, δηλαδή το αίμα –που καθορίζει την αμπουσούα– δεν μπορεί να μεταδίδεται παρά μονάχα από τη γυναίκα.
Στους Ακάν, η πατριά είναι αυτή που κατέχει τη γη, στο περιβάλλον της δημιουργείται η εξουσία και αυτή είναι η κάτοχος των λειψάνων των προγόνων. Μολονότι η συγγενική σχέση καθορίζεται από τη γυναίκα, ο αρχηγός της πατριάς είναι άντρας και σε αυτόν αποδίδεται η πολιτική και νομική εξουσία. Αυτός εκλέγεται με πλειοψηφία από τους άντρες που αποτελούν μέρος της πατριάς έστω και αν η υποψηφιότητά του μπορεί να έχει υποβληθεί και συστηθεί από τον προκάτοχό του. Από την άλλη πλευρά ο εκλεγόμενος δεν είναι αμετακίνητος· μπορεί να χάσει το αξίωμα οποιαδήποτε στιγμή αν η πλειοψηφία αποφασίσει ότι έχει παραμελήσει τα κοινά συμφέροντα.
Ο αρχηγός είναι το κέντρο της ζωής της κοινότητας, υπεύθυνος για μία σειρά λειτουργιών που χαράζουν την ιδιωτική ζωή και το πεπρωμένο όλων των ατόμων που υπάγονται σε αυτόν. Αυτός έχει εξουσία στα εδάφη που ανήκουν στην πατριά και αυτός τα παραχωρεί στα μέλη της ομάδας για την καλλιέργεια και την κατασκευή κατοικιών. Εγκρίνει τους γάμους και τα διαζύγια, αποφασίζει για τα κληρονομικά ζητήματα και εκτελεί τον ρόλο του διαιτητή σε όλες τις διενέξεις της οικογένειας.
Σε ό,τι αφορά τον γάμο, στους Ακάν είναι προπάντων οικογενειακή υπόθεση, ένα συμβόλαιο που συνδέει όχι μόνο τους δύο συζύγους, αλλά και τις εθνικότητές τους, και η ερωτική ζωή αποκλειστικό σκοπό έχει την τεκνοποίηση. Οι διατυπώσεις του γάμου είναι περίπλοκες και η ένωση δεν πραγματοποιείται παρά μόνο ύστερα από μία σειρά ενεργειών. Στους Ασάντι, όταν δύο νέοι έρθουν σε συμφωνία, ο άντρας ενημερώνει για τις προθέσεις του τους γονείς της νύφης· ύστερα φέρνει δώρα (άλλοτε τρόφιμα και αλάτι, σήμερα κατά προτίμηση χρήματα) στη μέλλουσα πεθερά του και αρχίζει να συχνάζει στο σπίτι βοηθώντας, μαζί με τους φίλους του, στις αγροτικές εργασίες.
Το περίπλοκο τελετουργικό του γάμου είναι πολύ δαπανηρό και δεν είναι παράξενο που για να αποφευχθεί ένα μέρος των εξόδων, η ερωτική ένωση αποκτά νομική ισχύ. Ο δεσμός αυτός, διαδεδομένος προπάντων στους Φάντι, συνίσταται στην κοινή και σταθερή συμβίωση ενός άντρα και μιας γυναίκας χωρίς την πληρωμή του ασέντα ή χρήματος ευχαρίστησης, ενός ποσού που συνοδεύεται από ποτά, με το οποίο οι Ακάν επισφραγίζουν όλες τις συμφωνίες και σκοπός του είναι να δεσμεύσει τους μάρτυρες και να εξασφαλίσει τη συγκατάβαση των προγόνων. Σε περίπτωση μοιχείας ο άντρας δεν μπορεί να διεκδικήσει αποζημίωση και η γυναίκα μπορεί να αφήσει τον άντρα χωρίς η αμπουσούα της να υποβληθεί σε ιδιαίτερα έξοδα.Στην αντίληψη των λαών Ακάν, ο θάνατος δεν σημαίνει οριστική εξαφάνιση και άμεση απόσπαση του νεκρού. Αντίθετα, η πατριά και η φυλή θεωρούνται ότι αποτελούνται από την κοινότητα των ζωντανών και εκείνων που μετέβησαν αλλού. Αυτοί από το βασίλειο των σκιών –όπου ζουν μία ζωή όμοια με εκείνη που ζούσαν στη Γη– παρατηρούν τους συγγενείς τους, τους βοηθούν και τους προστατεύουν ή τους τιμωρούν αν προδίδουν τους νόμους και τις παραδόσεις της φυλής. Η λατρεία των προγόνων είναι η σπουδαιότερη και πιο ενδιαφέρουσα στιγμή της θρησκευτικής ζωής των Ακάν και, λόγω του στενού δεσμού ανάμεσα στον νεκρό και στους συγγενείς του, είναι ευνόητο ότι από τις πένθιμες τελετουργίες αποκλείονται όλοι αυτοί που δεν αποτελούν μέρος της αμπουσούα του νεκρού. Η διάταξη αυτή είναι τόσο αυστηρή ώστε, στην περίπτωση διαφορών και διενέξεων, η συμμετοχή στις τελετουργίες αυτές έχει νομική αξία για να αποδειχθεί η ύπαρξη ενός δεσμού συγγένειας. Οι φίλοι του νεκρού και εκείνοι που ανήκουν στο ντόρο του γίνονται αντίθετα δεκτοί για να τον συνοδεύσουν στην ταφή. Σε ένδειξη πένθους, οι συγγενείς από αμπουσούα βάφουν το μέτωπό τους και τα μπράτσα τους με κόκκινες λωρίδες και εκείνοι κατά ντόρο, με λευκές λωρίδες. Οι φίλοι και όσοι συμμετέχουν στην κηδεία εμφανίζονται με σκούρα κόκκινα ρούχα και τυλίγουν λωρίδες υφάσματος στο κεφάλι τους. Η ευσέβεια των επιζώντων προβλέπει στο μεταξύ να προμηθεύσει στον νεκρό τα διόδια για τη μετάβασή του στο βασίλειο των πνευμάτων: τοποθετούνται δίπλα του το φαγητό για την ψυχή (κρα-αντουάνε) και το χρήμα για την ψυχή (κρα-σίκα) –το τελευταίο αυτό υπό μορφή χρυσόσκονης που του ρίχνουν συχνά στα αφτιά ή το τυλίγουν σε ένα μικρό περίβλημα το οποίο δένεται στο σάβανο. Τρεις ημέρες μετά τον θάνατο γίνεται η ταφή στο έδαφος που ανήκει στην πατριά (αμπουσούα).
Σύμφωνα με την αντίληψη που έχουν οι Ακάν για τον άλλο κόσμο, μετά τον θάνατο το μόγκια και το ντόρο χωρίζονται: το τελευταίο πηγαίνει να συναντήσει το ομπόσομ, πνεύμα της ομάδας του, και μπορεί να μετενσαρκωθεί σε έναν άνθρωπο που ανήκει στο ίδιο ντόρο, ενώ το μόγκια –διατηρώντας τα χαρακτηριστικά της πατριάς του– γίνεται ένα σαμάν ή πνεύμα, και εισέρχεται στο πνεύμα του κόσμου, το Νιάμε, για να περιμένει την επόμενη μετενσάρκωσή του σε μια γυναίκα της ίδιας αμπουσούα.
Με κάποιο τρόπο συνδεδεμένα με το Νιάμε είναι τα εκατοντάδες ομπόσομ, μικρότερα πνεύματα που αντλούν από αυτό τη δύναμή τους. Είναι φυσικές θεότητες, πνεύματα του νερού και των φυτών που βρίσκονται σε καθορισμένες τοποθεσίες ή σε ορισμένες κοινωνικές μονάδες, όπως τα χωριά ή οι εθνικότητες, των οποίων είναι οι προστάτιδες θεότητες.
Ένας δρόμος στην πόλη Κέιπ Κόουστ της Γκάνα.
Επιτύμβια αγάλματα πάνω στον τάφο ενός τοπικού αρχηγού.
Το πανεπιστήμιο της Άκρα, πρωτεύουσας της Γκάνα, είναι νεοαποικιακού αρχιτεκτονικού ρυθμού με τοπικά παραδοσιακά στοιχεία. Η Άκρα είναι σημαντικό πνευματικό κέντρο της χώρας και γενικότερα της δυτικής Αφρικής.
Χαρακτηριστικό γλυπτό των Ασάντι, από περιοχή του εσωτερικού της Γκάνα.
Ο ποταμός Βόλτα, κοντά στις εκβολές του στον Κόλπο της Γουινέας. Ο ποταμός αυτός αποτελεί τον υδρογραφικό άξονα της Γκάνα· παρά τη μεγάλη κοίτη του όμως, μόνο σε μερικά τμήματά του είναι πλωτός, γιατί εμποδίζεται από πολλούς καταρράκτες (φωτ. Sef).
Φυτεία παπάγιας κοντά στην πρωτεύουσα της Γκάνα (φωτ. Sef).
Άποψη σαβάνας στην Γκάνα, που είναι γεμάτη φωλιές τερμιτών (φωτ. Sef).
Χαρτονόμισμα των 1.000 σέντις, που εκδόθηκε το 1999.
Κακάο απλωμένο για να ξεραθεί, στο Ασάντι. Η Γκάνα κατέχει την τρίτη θέση στον κόσμο σε παραγωγή κακάο (μετά την Aκτή Eλεφαντοστού και τη Bραζιλία).
Αποξήρανση σπόρων κακάο σε ένα κέντρο συγκομιδής. Η οικονομία στην Γκάνα είναι ακόμα στενά συνδεδεμένη με την πορεία της παγκόσμιας αγοράς του προïόντος αυτού, που καλύπτει σχεδόν το μισό της αξιάς των εξαγωγών της.
Από εθνολογική άποψη, η χώρα κατοικείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από σουδανικούς λαούς.
Ανθρώπινοι τύποι του πληθυσμού στην Γκάνα.
Η χερσόνησος της Άπαμ, στα δυτικά της Άκρα, από την οποία ξεκινά μία από τις απαλές εκείνες κυματώσεις που χαρακτηρίζουν τη μορφολογία του εδάφους στη Γκάνα.
Ψαράδες στην Γκάνα. Η αλιεία είναι σπουδαία δραστηριότητα, τόσο στα εσωτερικά νερά όσο και στα θαλάσσια, με μία παραγωγή από τις σημαντικότερες της δυτικής Αφρικής, αλλά ο εξοπλισμός δεν είναι ακόμα τέτοιος ώστε να επιτρέπει σταθερό εφοδιασμό.
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)
Επεξεργασία μανιόκας σε ένα χωριό στην επαρχία της Ανατολής στην Γκάνα (φωτ. Sef).
Dictionary of Greek. 2013.